- ἐπιτόνια
- ἐπιτόνιονpegneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ήλεκτρο — Απολιθωμένη ρητίνη κωνοφόρων (κοινώς κεχριμπάρι) αβέβαιης χημικής σύνθεσης, που συχνά εμπερικλείει λείψανα ζώων και φυτών. Ο τύπος αυτός άμπρας (κηρώδες υγρό που το εκκρίνει η φάλαινα) μπορεί να έχει ποικίλα χρώματα (κίτρινο, κοκκινωπό, καστανό,… … Dictionary of Greek
επιτόνιο — το (Α ἐπιτόνιο) [επίτονος] όργανο με το οποίο τεντώνουν τις χορδές μουσικού οργάνου, το κλειδί αρχ. 1. μικρός αυλός σύμφωνα με τον τόνο τού οποίου κουρδίζονται τα όργανα 2. πάσσαλος σε σχήμα επιτονίου 3. χερούλι στρόφιγγας ή σύριγγας 4. επιστόμιο … Dictionary of Greek
ՅԱՐԱՁԳՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0342 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c գ. συντονία, εὑτονία, ἑπιτονία, παράτασις, διαμονή extensio, contentio, duratio, assiduitas, vehementia. Յերկարաձգութիւն. հանապազորդութիւն. շարունակութիւն. տեւողութիւն. *Յաւիտենական … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)